σίτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σίτευση οι σιτεύσεις
      γενική της σίτευσης* των σιτεύσεων
    αιτιατική τη σίτευση τις σιτεύσεις
     κλητική σίτευση σιτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίτευση < ελληνιστική κοινή σίτευσις < σιτεύω < αρχαία ελληνική σῖτος

Ουσιαστικό

σίτευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σιτεύω
  2. άλλη μορφή του σίτεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.