σάγουλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σάγουλα | οι | σάγουλες |
| γενική | της | σάγουλας | των | σάγουλων |
| αιτιατική | τη | σάγουλα | τις | σάγουλες |
| κλητική | σάγουλα | σάγουλες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάγουλα < (άμεσο δάνειο) βενετική sagola
Ουσιαστικό
σάγουλα θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σάγουλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.