ιστιοδέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιστιοδέτης οι ιστιοδέτες
      γενική του ιστιοδέτη των ιστιοδετών
    αιτιατική τον ιστιοδέτη τους ιστιοδέτες
     κλητική ιστιοδέτη ιστιοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστιοδέτης < ιστί(ο) + -ο- + -δέτης (< δένω)

Ουσιαστικό

ιστιοδέτης αρσενικό

  • (ναυτικός όρος): το σχοινί με το οποίο τυλίγεται το ιστίο (πανί) μετά την καθαίρεσή του από τον ιστιούχο όπου και τοποθετείται στην ιστιοθήκη για φύλαξη.
    ο ιστιοδέτης των μεγάλων ιστίων έχει μήκος 6 - 7 οργιές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.