εν τη ρύμη του λόγου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εν τη ρύμη του λόγου < καθαρεύουσα ἐν τῇ ῥύμῃ τοῦ λόγου (όπως και σε φράση του Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (ελληνιστική κοινή ) «ὑπὸ τῆς ῥύμης του τοῦ λόγου» (Ομιλ.53.45.)[1] < ἐν τῇ ῥύμῃ (δοτική ενικού του ῥύμ) & γενική ενικού τοῦ λόγου → δείτε τις λέξεις ρύμη και λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /en‿ti‿ˈɾi.mi tu‿ˈlo.ɣu/
Μεταφράσεις
εν τη ρύμη του λόγου
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.