ρυπαντής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρυπαντής | οι | ρυπαντές |
| γενική | του | ρυπαντή | των | ρυπαντών |
| αιτιατική | τον | ρυπαντή | τους | ρυπαντές |
| κλητική | ρυπαντή | ρυπαντές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυπαντής < αρχαία ελληνική ῥυπαντής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.panˈdis/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.