ρυπαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ρυπαίνομαι, π.αόρ.: ρυπάνθηκα, μτχ.π.π.: ρυπασμένος, (ενεργ.: ρυπαίνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ρυπαίνω → δείτε και την κλίση
- λερώνομαι, βρομίζω, γεμίζω ρύπους
- ※ Όσο κι αν ρυπανθεί ο Σαρωνικός, θα μένει ελπίζω πάντα κάποια σχετικά καθαρή ακρογιαλιά. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.