ρυγχοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρυγχοειδής | η | ρυγχοειδής | το | ρυγχοειδές |
| γενική | του | ρυγχοειδούς* | της | ρυγχοειδούς | του | ρυγχοειδούς |
| αιτιατική | τον | ρυγχοειδή | τη | ρυγχοειδή | το | ρυγχοειδές |
| κλητική | ρυγχοειδή(ς) | ρυγχοειδής | ρυγχοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρυγχοειδείς | οι | ρυγχοειδείς | τα | ρυγχοειδή |
| γενική | των | ρυγχοειδών | των | ρυγχοειδών | των | ρυγχοειδών |
| αιτιατική | τους | ρυγχοειδείς | τις | ρυγχοειδείς | τα | ρυγχοειδή |
| κλητική | ρυγχοειδείς | ρυγχοειδείς | ρυγχοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρύγχος
Μεταφράσεις
ρυγχοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.