ρούσσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρούσσικος | η | ρούσσικη | το | ρούσσικο |
| γενική | του | ρούσσικου | της | ρούσσικης | του | ρούσσικου |
| αιτιατική | τον | ρούσσικο | τη | ρούσσικη | το | ρούσσικο |
| κλητική | ρούσσικε | ρούσσικη | ρούσσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρούσσικοι | οι | ρούσσικες | τα | ρούσσικα |
| γενική | των | ρούσσικων | των | ρούσσικων | των | ρούσσικων |
| αιτιατική | τους | ρούσσικους | τις | ρούσσικες | τα | ρούσσικα |
| κλητική | ρούσσικοι | ρούσσικες | ρούσσικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.