ρουσφετολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρουσφετολόγος | οι | ρουσφετολόγοι |
| γενική | του | ρουσφετολόγου | των | ρουσφετολόγων |
| αιτιατική | τον | ρουσφετολόγο | τους | ρουσφετολόγους |
| κλητική | ρουσφετολόγε | ρουσφετολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρουσφετολόγος < ρουσφετολογία + -ος[1] (αναδρομικός σχηματισμός) < τουρκική rüşvet < αραβική رشوة (rişwat, δωροδοκία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾu.sfe.toˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐σφε‐το‐λό‐γος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ρουσφετολογία, ρουσφέτι και λέγω
Μεταφράσεις
ρουσφετολόγος
|
|
- ρουσφετολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.