ρουμελιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρουμελιώτικος | η | ρουμελιώτικη | το | ρουμελιώτικο |
| γενική | του | ρουμελιώτικου | της | ρουμελιώτικης | του | ρουμελιώτικου |
| αιτιατική | τον | ρουμελιώτικο | τη | ρουμελιώτικη | το | ρουμελιώτικο |
| κλητική | ρουμελιώτικε | ρουμελιώτικη | ρουμελιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρουμελιώτικοι | οι | ρουμελιώτικες | τα | ρουμελιώτικα |
| γενική | των | ρουμελιώτικων | των | ρουμελιώτικων | των | ρουμελιώτικων |
| αιτιατική | τους | ρουμελιώτικους | τις | ρουμελιώτικες | τα | ρουμελιώτικα |
| κλητική | ρουμελιώτικοι | ρουμελιώτικες | ρουμελιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρουμελιώτικος < Ρουμελιώτης < Ρούμελη
Επίθετο
ρουμελιώτικος, -η, -ο
- που προέρχεται από τη Ρούμελη ή σχετίζεται με τη Ρούμελη και τους Ρουμελιώτες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ρουμελιώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.