ρουμελιώτικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουμελιώτικα < ουδέτερο του επιθέτου ρουμελιώτικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
ρουμελιώτικα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- το σύνολο των νεοελληνικών διαλέκτων/ιδιωμάτων της Ρούμελης (Στερεάς Ελλάδας)
Επίρρημα
ρουμελιώτικα
- χρησιμοποιώντας τη ρουμελιώτικη διάλεκτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.