Ρούμελη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ρούμελη | ||
| γενική | της | Ρούμελης | ||
| αιτιατική | τη | Ρούμελη | ||
| κλητική | Ρούμελη | |||
| Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ρούμελη < τουρκική Rumeli (η χώρα των Ρωμιών) < Rum < αραβική Rumi < μεσαιωνική ελληνική Ρωμιός
Κύριο όνομα
Ρούμελη θηλυκό
- η Στερεά Ελλάδα
- (ιστορία) η χώρα των Ρωμιών, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία για τους Άραβες και τους Τούρκους πριν το 1453
- (ιστορία) η χώρα των Ρωμιών, οι ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα νότια Βαλκάνια μετά το 1453
Συνώνυμα
Παράγωγα
- Ρουμελιώτης
- Ρουμελιώτισσα
- ρουμελιώτικος
- ρουμελιώτικα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.