ρουβίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρουβίνι | τα | ρουβίνια |
| γενική | του | ρουβινίου | των | ρουβινίων |
| αιτιατική | το | ρουβίνι | τα | ρουβίνια |
| κλητική | ρουβίνι | ρουβίνια | ||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρουβίνι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ρουβίνιον. → δείτε και τη λέξη ρουμπίνι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾuˈvi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐βί‐νι
Ουσιαστικό
ρουβίνι ουδέτερο
- (λόγιο, ορυκτολογία) άλλη μορφή του ρουμπίνι
- ※ Κρυσταλλικές μορφές της αλουμίνας είναι οι πολύτιμοι λίθοι σάπφειρος (sapphire, ζαφείρι) και ρουβίνιο (ruby, ρουμπίνι), οι οποίοι αποτελούν διαυγείς κρυσταλλικές παραλλαγές του κορουνδίου, όπου ίχνη διαφόρων στοιχείων παρέχουν χαρακτηριστικούς χρωματισμούς.
- Θανάσης Βαλαβανίδης, Κωνσταντίνος Ευσταθίου, Η χημική ένωση του μήνα, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιούλιος 2014
- ※ Κρυσταλλικές μορφές της αλουμίνας είναι οι πολύτιμοι λίθοι σάπφειρος (sapphire, ζαφείρι) και ρουβίνιο (ruby, ρουμπίνι), οι οποίοι αποτελούν διαυγείς κρυσταλλικές παραλλαγές του κορουνδίου, όπου ίχνη διαφόρων στοιχείων παρέχουν χαρακτηριστικούς χρωματισμούς.
Μεταφράσεις
ρουβίνι
|
→ δείτε τη λέξη ρουμπίνι |
Πηγές
- «ρουβίνι(ον)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.