ρομποτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρομποτικός η ρομποτική το ρομποτικό
      γενική του ρομποτικού της ρομποτικής του ρομποτικού
    αιτιατική τον ρομποτικό τη ρομποτική το ρομποτικό
     κλητική ρομποτικέ ρομποτική ρομποτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρομποτικοί οι ρομποτικές τα ρομποτικά
      γενική των ρομποτικών των ρομποτικών των ρομποτικών
    αιτιατική τους ρομποτικούς τις ρομποτικές τα ρομποτικά
     κλητική ρομποτικοί ρομποτικές ρομποτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρομποτικός < ρομπότ + -ικός

Επίθετο

ρομποτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.