ρομπότ
Νέα ελληνικά (el)

ένα ρομπότ
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈbot/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐μπότ
Ουσιαστικό
ρομπότ ουδέτερο άκλιτο
- αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής
- (μεταφορικά) άνθρωπος που λειτουργεί και σκέφτεται μηχανικά κι άβουλα ή υπακούει τυφλά σε διαταγές άλλων
Εκφράσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
-
ρομπότ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ρομπότ
|
- ρομπότ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.