ροδοστεφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ροδοστεφής | η | ροδοστεφής | το | ροδοστεφές |
| γενική | του | ροδοστεφούς* | της | ροδοστεφούς | του | ροδοστεφούς |
| αιτιατική | τον | ροδοστεφή | τη | ροδοστεφή | το | ροδοστεφές |
| κλητική | ροδοστεφή(ς) | ροδοστεφής | ροδοστεφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ροδοστεφείς | οι | ροδοστεφείς | τα | ροδοστεφή |
| γενική | των | ροδοστεφών | των | ροδοστεφών | των | ροδοστεφών |
| αιτιατική | τους | ροδοστεφείς | τις | ροδοστεφείς | τα | ροδοστεφή |
| κλητική | ροδοστεφείς | ροδοστεφείς | ροδοστεφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ροδοστεφής < ελληνιστική κοινή ῥοδοστεφής < αρχαία ελληνική ῥόδον + στέφω
Μεταφράσεις
ροδοστεφής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.