ροβόλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροβόλισμα τα ροβολίσματα
      γενική του ροβολίσματος των ροβολισμάτων
    αιτιατική το ροβόλισμα τα ροβολίσματα
     κλητική ροβόλισμα ροβολίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροβόλισμα < ροβολάω/ροβολώ, με θέμα ροβολισ- κατά τα ρήματα σε -ίζω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈvo.li.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροβόλισμα

Ουσιαστικό

ροβόλισμα ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ροβόλημα
    κουράστηκαν περισσότερο για το ροβόλισμα των κορμών των δέντρων απ' την πλαγιά προς την παραλία, παρά για το κόψιμό τους

Συγγενικά

  • ροβολιστά (ροβολητά)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.