ροβολάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροβολάω < αβέβαιης ετυμολογίας
  • από τα ρέβω και βάλλω
  • από το μεσαιωνικό ροβολεύω < ιταλική rubellare
  • ιταλική rivolare

Ρήμα

ροβολάω (και ροβολώ) , πρτ.: ροβολούσα και ροβόλαγα, στ.μέλλ.: θα ροβολήσω, αόρ.: ροβόλησα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.