ροβόλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ροβόλημα | τα | ροβολήματα |
| γενική | του | ροβολήματος | των | ροβολημάτων |
| αιτιατική | το | ροβόλημα | τα | ροβολήματα |
| κλητική | ροβόλημα | ροβολήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈvo.li.ma/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ροβολώ
Μεταφράσεις
ροβόλημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.