ρις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίς

Ουσιαστικό

ρις θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)

Σημειώσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ερρινοποιήση
  • παραρρίνιος
  • παραρρινοκολπίτιδα
  • ρινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ρινο- στο Βικιλεξικό

όπως

στην καθαρεύουσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.