ρινόκερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρινόκερος | οι | ρινόκεροι |
| γενική | του | ρινόκερου | των | ρινόκερων |
| αιτιατική | τον | ρινόκερο | τους | ρινόκερους |
| κλητική | ρινόκερε | ρινόκεροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρινόκερος αρσενικό

Ένας ρινόκερος.
-
ρινόκερος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ρινόκερος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.