ρινόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρινόρροια | οι | ρινόρροιες |
| γενική | της | ρινόρροιας | των | ρινορροιών |
| αιτιατική | τη | ρινόρροια | τις | ρινόρροιες |
| κλητική | ρινόρροια | ρινόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ρινόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη
Μεταφράσεις
ρινόρροια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.