ρητινόλασπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρητινόλασπη οι ρητινόλασπες
      γενική της ρητινόλασπης
    αιτιατική τη ρητινόλασπη τις ρητινόλασπες
     κλητική ρητινόλασπη ρητινόλασπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρητινόλασπη < ρητίν(η) + -ο- + λάσπη

Ουσιαστικό

ρητινόλασπη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.