ρημάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρημάδα οι ρημάδες
      γενική της ρημάδας
    αιτιατική τη ρημάδα τις ρημάδες
     κλητική ρημάδα ρημάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρημάδα < ρημάδι +

Ουσιαστικό

ρημάδα θηλυκό

  1. χαρακτηρισμός αντικειμένου ή κατάστασης, θηλυκού γένους, που μας έχει προκαλέσει αγανάκτηση
    σου είπα να μην αφήνεις τη ρημάδα την πόρτα ανοιχτή!

Σημειώσεις

  • όταν το αντικείμενο αναφοράς ακολουθεί, και δεν υπονοείται, είναι πάντοτε έναρθρο
  • για τα ουδέτερα χρησιμοποιείται το: ρημάδι
  • δεν υπάρχει αντίστοιχος χαρακτηρισμός για αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.