ρημάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρημάδα | οι | ρημάδες |
| γενική | της | ρημάδας | — | |
| αιτιατική | τη | ρημάδα | τις | ρημάδες |
| κλητική | ρημάδα | ρημάδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρημάδα θηλυκό
- χαρακτηρισμός αντικειμένου ή κατάστασης, θηλυκού γένους, που μας έχει προκαλέσει αγανάκτηση
- σου είπα να μην αφήνεις τη ρημάδα την πόρτα ανοιχτή!
Σημειώσεις
- όταν το αντικείμενο αναφοράς ακολουθεί, και δεν υπονοείται, είναι πάντοτε έναρθρο
- για τα ουδέτερα χρησιμοποιείται το: ρημάδι
- δεν υπάρχει αντίστοιχος χαρακτηρισμός για αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.