ρημαδιό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρημαδιό | τα | ρημαδιά |
| γενική | του | ρημαδιού | των | ρημαδιών |
| αιτιατική | το | ρημαδιό | τα | ρημαδιά |
| κλητική | ρημαδιό | ρημαδιά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έρημος
Μεταφράσεις
ρημαδιό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.