ρετάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετάλι τα ρετάλια
      γενική του ρεταλιού των ρεταλιών
    αιτιατική το ρετάλι τα ρετάλια
     κλητική ρετάλι ρετάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρετάλι < ιταλική ritaglio

Ουσιαστικό

ρετάλι ουδέτερο

  1. το ύφασμα που απομένει από ένα τόπι
  2. (μεταφορικά) τιποτένιος, κατακάθι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.