τόπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τόπι τα τόπια
      γενική του τοπιού των τοπιών
    αιτιατική το τόπι τα τόπια
     κλητική τόπι τόπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طوپ (τουρκική top) +

Ουσιαστικό

τόπι ουδέτερο

  1. η μικρή μπάλα (παιχνίδι)
  2. ο τρόπος αποθήκευσης και διάθεσης του υφάσματος: γύρω από ένα ξύλινο ή πλαστικό ραβδί τυλίγονται πολλά μέτρα υφάσματος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.