τόπι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τόπι | τα | τόπια |
| γενική | του | τοπιού | των | τοπιών |
| αιτιατική | το | τόπι | τα | τόπια |
| κλητική | τόπι | τόπια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τόπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طوپ (τουρκική top) + -ι
Ουσιαστικό
τόπι ουδέτερο
Εκφράσεις
- τον κάνω τόπι στο ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
- την κάνω τόπι: χορταίνω
- φωτιά στα τόπια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.