ρεμάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμάλι τα ρεμάλια
      γενική του ρεμαλιού των ρεμαλιών
    αιτιατική το ρεμάλι τα ρεμάλια
     κλητική ρεμάλι ρεμάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεμάλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική رمال (remmal) < αραβική رمل (raml: άμμος· πληθυντικός: رمال: rimaal) (μάντης από σχήματα στην άμμο}[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾeˈma.li/

Ουσιαστικό

ρεμάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.