ρεβιζιονιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεβιζιονιστικός η ρεβιζιονιστική το ρεβιζιονιστικό
      γενική του ρεβιζιονιστικού της ρεβιζιονιστικής του ρεβιζιονιστικού
    αιτιατική τον ρεβιζιονιστικό τη ρεβιζιονιστική το ρεβιζιονιστικό
     κλητική ρεβιζιονιστικέ ρεβιζιονιστική ρεβιζιονιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεβιζιονιστικοί οι ρεβιζιονιστικές τα ρεβιζιονιστικά
      γενική των ρεβιζιονιστικών των ρεβιζιονιστικών των ρεβιζιονιστικών
    αιτιατική τους ρεβιζιονιστικούς τις ρεβιζιονιστικές τα ρεβιζιονιστικά
     κλητική ρεβιζιονιστικοί ρεβιζιονιστικές ρεβιζιονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρεβιζιονιστικός < ρεβιζιονιστής

Επίθετο

ρεβιζιονιστικός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.