ραχιαλγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραχιαλγία | οι | ραχιαλγίες |
| γενική | της | ραχιαλγίας | των | ραχιαλγιών |
| αιτιατική | τη | ραχιαλγία | τις | ραχιαλγίες |
| κλητική | ραχιαλγία | ραχιαλγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραχιαλγία < αρχαία ελληνικά ῥάχ(ις) (η ράχη, η πλάτη) + -αλγία, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rachialgie (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
ραχιαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στη ράχη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.