ρακιτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρακιτζής οι ρακιτζήδες
      γενική του ρακιτζή των ρακιτζήδων
    αιτιατική τον ρακιτζή τους ρακιτζήδες
     κλητική ρακιτζή ρακιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρακιτζής < ρακί + -τζής

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾa.ciˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρακιτζής

Ουσιαστικό

ρακιτζής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.