ραιτορομανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ραιτορομανικός | η | ραιτορομανική | το | ραιτορομανικό |
| γενική | του | ραιτορομανικού | της | ραιτορομανικής | του | ραιτορομανικού |
| αιτιατική | τον | ραιτορομανικό | τη | ραιτορομανική | το | ραιτορομανικό |
| κλητική | ραιτορομανικέ | ραιτορομανική | ραιτορομανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ραιτορομανικοί | οι | ραιτορομανικές | τα | ραιτορομανικά |
| γενική | των | ραιτορομανικών | των | ραιτορομανικών | των | ραιτορομανικών |
| αιτιατική | τους | ραιτορομανικούς | τις | ραιτορομανικές | τα | ραιτορομανικά |
| κλητική | ραιτορομανικοί | ραιτορομανικές | ραιτορομανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ραιτορομανικός < (άμεσο δάνειο) γερμανική rätoromanisch
Πολυλεκτικοί όροι
- ραιτορομανική γλώσσα : γλώσσα που ομιλείται από τους ρομανικής καταγωγής κατοίκους της Ελβετίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, καθώς και σε ένα κομμάτι της βόρειας Ιταλίας (η αρχαία Ραιτία), → δείτε τη λέξη ραιτορομανικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.