ραδιομετεωρολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραδιομετεωρολογία | οι | ραδιομετεωρολογίες |
| γενική | της | ραδιομετεωρολογίας | των | ραδιομετεωρολογιών |
| αιτιατική | τη | ραδιομετεωρολογία | τις | ραδιομετεωρολογίες |
| κλητική | ραδιομετεωρολογία | ραδιομετεωρολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραδιομετεωρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radiometeorology < ραδιο- (< αγγλική radio- < λατινική radius) + αρχαία ελληνική μετεωρολογία
Ουσιαστικό
ραδιομετεωρολογία θηλυκό
- (μετεωρολογία) κλάδος της μετεωρολογίας που με τη χρήση οργάνων που χρησιμοποιούν ραδιοκύματα μελετά τα μετεωρολογικά φαινόμενα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.