ραδιαισθησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραδιαισθησία | οι | ραδιαισθησίες |
| γενική | της | ραδιαισθησίας | των | ραδιαισθησιών |
| αιτιατική | τη | ραδιαισθησία | τις | ραδιαισθησίες |
| κλητική | ραδιαισθησία | ραδιαισθησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραδιαισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική radiesthésie[1] < λατινική radius + αρχαία ελληνική αἴσθησις
Ουσιαστικό
ραδιαισθησία θηλυκό
- (αποκρυφισμός) (υποτιθέμενη) ικανότητα ανίχνευσης ακτινοβολίας που εκπέμπεται από άνθρωπο, ζώο, αντικείμενο ή γεωγραφικό χαρακτηριστικό
-
Radiesthesia στην αγγλική Βικιπαίδεια

- υδροσκοπία
Μεταφράσεις
ραδιαισθησία
- ραδιαισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.