λοιπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λοιπός | η | λοιπή | το | λοιπό |
| γενική | του | λοιπού | της | λοιπής | του | λοιπού |
| αιτιατική | τον | λοιπό | τη | λοιπή | το | λοιπό |
| κλητική | λοιπέ | λοιπή | λοιπό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λοιποί | οι | λοιπές | τα | λοιπά |
| γενική | των | λοιπών | των | λοιπών | των | λοιπών |
| αιτιατική | τους | λοιπούς | τις | λοιπές | τα | λοιπά |
| κλητική | λοιποί | λοιπές | λοιπά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λοιπός < από το ασθενές θέμα παρακειμένου (λέλοιπα) του ρ. λείπω
Επίθετο
λοιπός-η, -ον
- ο υπολοιπόμενος μετά από αφαίρεση ή χωρισμό
- ↪ «χίλιοι εφονεύθησαν και οι λοιποί αιχμαλωτίσθηκαν»
εκφράσεις
«και τα λοιπά»
Μεταφράσεις
λοιπός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.