ράντζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράντζο τα ράντζα
      γενική του ράντζου των ράντζων
    αιτιατική το ράντζο τα ράντζα
     κλητική ράντζο ράντζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
στρατιωτικό ράντζο

Ετυμολογία

ράντζο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ράντζο ουδέτερο και ράντσο

  1. κρεβάτι που μπορεί κάποιος να το διπλώσει για να το μετακινήσει εύκολα
  2. (ειδικότερα) πτυσσόμενο κρεβάτι, με συγκεκριμένο σχεδιασμό, που έχει βάσεις από ξύλο και αρκετά ισχυρό πανί πάνω στο οποίο μπορεί κάποιος να ξαπλώσει
    Συνώνυμα κρεβάτι εκστρατείας
  3. (ειδικότερα) κάθε κρεβάτι σε νοσοκομείο που δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένη θέση αλλά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αυξημένης έκτακτης εισαγωγής ασθενών και συνήθως τοποθετείται στους διαδρόμους
  4. κτηνοτροφικό αγρόκτημα στις Η.Π.Α.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.