πόμπα

Νέα ελληνικά (el)

πόμπα πεζίνας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόμπα οι πόμπες
      γενική της πόμπας
    αιτιατική την πόμπα τις πόμπες
     κλητική πόμπα πόμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. πόμπα < άμεσο δάνειο από την ιταλική pompa και (για Κύπρο) από την αγγλική pump
  2. πόμπα < ιταλική bomba < λατινικά bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

πόμπα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό και κυπριακά) η αντλία
    η πόμπα του νερού
  2. (κυπριακά) η βόμβα
  3. (κυπριακά) παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, η τουλούμπα

Συγγενικά

Επίρρημα

πόμπα

νιώθω πόμπα (νιώθω απίθανα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.