πωλητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πωλητήριο τα πωλητήρια
      γενική του πωλητήριου
& πωλητηρίου
των πωλητήριων
& πωλητηρίων
    αιτιατική το πωλητήριο τα πωλητήρια
     κλητική πωλητήριο πωλητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πωλητήριο < πωλώ + παραγωγικό επίθημα -τήριο, αρχαία ελληνική πωλητήριον

Ουσιαστικό

πωλητήριο ουδέτερο

  1. το έγγραφο που πιστοποιεί την πώληση ενός αγαθού
    υπογράφει το πωλητήριο
  2. ειδική σημείωση ή αγγελία που αναφέρεται στην πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, δίνοντας πληροφορίες στους υποψήφιους αγοραστές, και τόποθείται συνήθως πάνω στο προς πώληση ακίνητο ή αντικείμενο
    είδα ένα πωλητήριο στην είσοδο της πολυκατοικίας και θέλω περισσότερες πληροφορίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.