γαλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλέτα οι γαλέτες
      γενική της γαλέτας
    αιτιατική τη γαλέτα τις γαλέτες
     κλητική γαλέτα γαλέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα πακέτο γαλέτες

Ετυμολογία

γαλέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική galeta < γαλλική galette < galet < παλαιά γαλλική gal (πέτρα, βράχος)

Ουσιαστικό

γαλέτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία) είδος ψωμιού υπερβολικά αφυδατωμένου και σκληρού που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό
  2. (γαστρονομία) (κατ’ επέκταση) κάθε ψωμί που είναι ξερό
  3. (γαστρονομία) τριμμένη φρυγανιά που χρησιμοποιείται για το πανάρισμα τροφίμων πριν το τηγάνισμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.