πυκνωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυκνωτής | οι | πυκνωτές |
| γενική | του | πυκνωτή | των | πυκνωτών |
| αιτιατική | τον | πυκνωτή | τους | πυκνωτές |
| κλητική | πυκνωτή | πυκνωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το σύμβολο του πυκνωτή.
.jpg.webp)
Οχτώ πυκνωτές με ασημί χρώμα, δύο πυκνωτές με μαύρο και ένας πυκνωτής με μπλε χρώμα, επάνω σε μπλε πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος.
Ετυμολογία
- πυκνωτής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική condensateur < condenser (συμπυκνώνω)
Ουσιαστικό
πυκνωτής αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) γραμμικό, παθητικό ηλεκτρικό στοιχείο που αποθηκεύει ενέργεια σε ένα ηλεκτρικό πεδίο
- σύμβολο: C
-
πυκνωτής στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.