πτόλεμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πτόλεμος < παράλληλος τύπος του πόλεμος (παράβαλε και πόλις - πτόλις)


Ουσιαστικό

πτόλεμος αρσενικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.