εκδικάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκδικάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εκδικάζω

  • διεξάγω τη διαδικασία μιας δίκης από την αρχή ως το τέλος της

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.