πρῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ ὁ |
πρῖνος | αἱ οἱ |
πρῖνοι |
| γενική | τῆς τοῦ |
πρίνου | τῶν | πρίνων |
| δοτική | τῇ τῷ |
πρίνῳ | ταῖς τοῖς |
πρίνοις |
| αιτιατική | τὴν τὸν |
πρῖνον | τὰς τοὺς |
πρίνους |
| κλητική ὦ! | πρῖνε | πρῖνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρίνοιν | ||
| Διπλογενές: θηλυκό ή αρσενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρῖνος < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν μεσογειακό δάνειο (όπως και το τοπωνύμιο Πρίνασσος).[1][2] Κατά τον Beekes,[3] συγγενές με την πρωτοσλαβική *brinъ (το δέντρο λάριξ). Η γαελική prenn (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷer-) σχετίζεται με το πρέμνον, επίσης άγνωστης ετυμολογίας. Απίθανη η συσχέτιση με το ρήμα πρίω.[4]
- πρῖνος > μεσαιωνικά ελληνικά: πρινάριον, νέα ελληνική: πρίνος, πουρνάρι
Ουσιαστικό
πρῖνος θηλυκό (& αρσενικό)
- (φυτό) το πουρνάρι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 437 (436-437)
- δάφνης δ᾽ ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες,/δρυὸς ἔλυμα, γύης πρίνου
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 437 (436-437)
- o πρίνος, από τους κόκκους του οποίου παρασκευάζονταν ερυθρή βαφή
- ※ Θεόφραστος, Περὶ Φυτῶν Ἱστορίας, 3.7.3
- ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον [φέρει]
- η αειθαλής δρυς (λατινική ilex)
Συγγενικά
- πρίνινος
- πρινοκόπος
- πρινώδης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα.
Πηγές
- πρῖνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρῖνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.