γαελικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | γαελικά | ||
| γενική | των | γαελικών | ||
| αιτιατική | τα | γαελικά | ||
| κλητική | γαελικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαελικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαελικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
γαελικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) ομάδα των κελτικών γλωσσών της Σκοτίας, της γαλλικής Βρετάνης, της Κορνουάλης, της Ουαλίας, και της Ιρλανδίας, της Νήσου του Μαν. Επίσης γαελικές λέξεις έχουν επιβιώσει σε χωριά της ιβηρικής Γαλικίας επίσης στην Νότια Πορτογαλία και στην Αστουρία.
Συνώνυμα
- γέιλικ
- σκοτικά - Κατηγορία:Σκοτική γαελική γλώσσα
- ιρλανδικά - Κατηγορία:Ιρλανδική γαελική γλώσσα
-
Celtic languages στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.