πρόσβληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσβληση οι προσβλήσεις
      γενική της πρόσβλησης* των προσβλήσεων
    αιτιατική την πρόσβληση τις προσβλήσεις
     κλητική πρόσβληση προσβλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσβλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσβληση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόσβλησις < αρχαία ελληνική προσβάλλω

Ουσιαστικό

πρόσβληση θηλυκό

  1. (λόγιο, σπάνιο) εφαρμογή
  2. (λόγιο, σπάνιο) στιγμιαία συμπίεση ή σύγκρουση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.