πρωτόλειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτόλειο τα πρωτόλεια
      γενική του πρωτόλειου των πρωτόλειων
    αιτιατική το πρωτόλειο τα πρωτόλεια
     κλητική πρωτόλειο πρωτόλεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτόλειο < ενικός, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωτόλεια (θυσία πρώτων νεκρών}[1]

Ουσιαστικό

πρωτόλειο ουδέτερο (λόγιο)

  1. το πρώτο πνευματικό έργο κάποιου, το πνευματικό έργο που (κατά κανόνα) δεν είναι ώριμο ή έχει αδυναμίες
    «Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα, πρωτόλειο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
  2. ο πρωτόβουλος, ο ανεπεξέργαστος
    μια πρωτόλεια προσπάθεια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.