πρωτομινωικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτομινωικός | η | πρωτομινωική | το | πρωτομινωικό |
| γενική | του | πρωτομινωικού | της | πρωτομινωικής | του | πρωτομινωικού |
| αιτιατική | τον | πρωτομινωικό | την | πρωτομινωική | το | πρωτομινωικό |
| κλητική | πρωτομινωικέ | πρωτομινωική | πρωτομινωικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτομινωικοί | οι | πρωτομινωικές | τα | πρωτομινωικά |
| γενική | των | πρωτομινωικών | των | πρωτομινωικών | των | πρωτομινωικών |
| αιτιατική | τους | πρωτομινωικούς | τις | πρωτομινωικές | τα | πρωτομινωικά |
| κλητική | πρωτομινωικοί | πρωτομινωικές | πρωτομινωικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πρωτομινωικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.