μινωικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μινωικός | η | μινωική | το | μινωικό |
| γενική | του | μινωικού | της | μινωικής | του | μινωικού |
| αιτιατική | τον | μινωικό | τη | μινωική | το | μινωικό |
| κλητική | μινωικέ | μινωική | μινωικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μινωικοί | οι | μινωικές | τα | μινωικά |
| γενική | των | μινωικών | των | μινωικών | των | μινωικών |
| αιτιατική | τους | μινωικούς | τις | μινωικές | τα | μινωικά |
| κλητική | μινωικοί | μινωικές | μινωικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μινωικός < Μίνωας
Επίθετο
μινωικός
- που αφορά την μινωική εποχή - όρος που αποδίδεται στον αρχαιολόγο της Κρήτης Evans
- που αφορά τους Μίνωες, τους κατοίκους της αρχαίας Κρήτης
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.