πρωτοκολλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πρωτοκολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πρωτοκολλώ
  2. θα πρωτοκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πρωτοκολλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πρωτοκολλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτοκόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.