προϊστορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προϊστορία οι προϊστορίες
      γενική της προϊστορίας των προϊστοριών
    αιτιατική την προϊστορία τις προϊστορίες
     κλητική προϊστορία προϊστορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προϊστορία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική préhistoire, προ- + ιστορία

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.i.stoˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προϊστορία

Ουσιαστικό

προϊστορία θηλυκό

  1. (ιστορία) η περίοδος της ζωής του ανθρώπου χωρίς γραπτό λόγο
  2. (συνεκδοχικά) ο επιστημονικός τομέας που ασχολείται με τη μελέτη της παραπάνω περιόδου
  3. (μεταφορικά) τα γεγονότα και οι καταστάσεις που συνολικά έχουν προηγηθεί από κάτι άλλο
    είχαν μεγάλη προϊστορία οι δυο τους, πριν παντρευτούν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.